- νάνιον
- νάνιον, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἀμνίον, σφάγιον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νανίον — νανίον, τὸ (Α) [νάνος] υποκορ. τού νάνος … Dictionary of Greek
ἀνάνιον — ἀνάνιος without pain masc/fem acc sg ἀνάνιος without pain neut nom/voc/acc sg ἀ̱νάνιον , ἀνανέω come to the surface imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νάνιον , ἀνανέω come to the surface imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνανέω come to the … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… … Dictionary of Greek